Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Κακό συναπάντημα

Κωμωδία μονόπρακτη


Ελεύθερη διασκευή
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δάσκαλος
Επιμορφωτής θεατρικής Παιδείας ΝΕΛΕ Ευβοίας

από το ομώνυμο διήγημα του
Ιωάννη Κονδυλάκη


Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί

από σχολεία στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.

Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα

του διασκευαστή.

Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο

καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.



Κακό συναπάντημα

Διανομή


Σιφογιάννης
Ανέζα
Παπάς
Αγάς



ΑΝΕΖΑ: Έλα πάρε αντίδωρο. Το σωστό βέβαια είναι να το παίρνεις από το χέρι του παπά αλλά....
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Το αντίδωρο .. αντίδωρο είναι Ανέζα μου.
ΑΝΕΖΑ: Και για νά’ χουμε καλό ρώτημα, για που ετοιμάζεσαι;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Εκειά μέχρι τ’ αμπέλι θα πάω.
ΑΝΕΖΑ: Δε μου λες, κατέχεις τι μέρα είναι σήμερα; Θα μου πεις δεν κατέχεις γιατί αλλιώς θα’ ρχόσουνα μαζί μου στην εκκλησία. Δε θα μ’ άφηνες να πάω μόνη μου όπως πάνε οι χήρες.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Μα τι είναι αυτά που λες σήμερα Ανέζα μου (φτύνει τρεις φορές στον κόρφο του)
ΑΝΕΖΑ: Εμ πάνε όλες στην εκκλησιά αλαμπρατσέτα με τους άντρες τους και πάω κι εγώ μονάχη μου. Και με κοιτάνε όλες σαν αξιοπερίεργο ζώο. Σα χήρα έχω καιρό να πάω στο μέλλον. (Κουνά το χέρι με νόημα) Όταν παντρεύτηκες, εμένα παντρεύτηκες δεν παντρεύτηκες με τη σκαλίδα. Και μου τό’ λεγε η μάνα μου. Αυτός κόρη μου άλλο από δουλειά δε θα ξέρει, γλέντια , βόλτες ξέχαστα με δαύτονα.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Με έντονη δυσφορία κι ενώ ετοιμάζει τα πράγματά του) Ου τι θέλεις και τη μνημονεύεις την Κυρά Τασία. Άστην εκεί που είναι καλά είναι.
ΑΝΕΖΑ: Σήμερα Κυριακή είναι σκόλη. Δεν επιτρέπεται να δουλεύεις. Το λέει και το βαγγέλιο. Αλλά που να τ’ ακούσεις;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Μα δε θα κάνω καμιά δουλειά Ανέζα μου. Έτσα για βόλτα πάω. Τις Κυριακές πάω αλλά δεν κάνω βαριές δουλειές ά όλα κι όλα. Κανα ξεχόρτισμα, καμιά αγριάδα βγάζω, το φράχτη κοιτάζω...
ΑΝΕΖΑ: Ναι, όταν φτάσεις στον Άγιο Πέτρο και θα ζυγιάσει τα κρίματά σου θα πει. Άστε τον αυτόν να περάσει. Εδούλευε τις σκόλες μα δεν έκανε βαριές δουλειές. Και... σα πας για βόλτα τι το θέλεις το πριόνι που κουβαλάς. Λες πως δε θα δουλέψεις μα μπορείς του λόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμεις καμιά δουλειά και Λαμπρή νά’ ναι; Εγώ σου το πα και ξια σου. (Εκείνη την ώρα κάνει την εμφάνισή του ο παπάς)
ΠΑΠΑΣ: Ώρα καλή.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Μαζεμένος) Ώρα καλή σου γέροντα, κάτσε να πιεις μια ρακή. Ανέζα, βάλε μας από μία.
ΠΑΠΑΣ: Δε σε πήρε το μάτι μου στην εκκλησιά σήμερα Γιάννη.
ΑΝΕΖΑ: (Από την κουζίνα) Γιατί τον πήρε το μάτι σου την προηγούμενη Κυριακή παπά μου;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Να ξέρεις παπά μου.. έχω αφήσει κάτι δουλειές στη μέση και έλεγα να πεταχτώ ίσαμε τ’ αμπέλι να τσ’ αποτελειώσω...
ΠΑΠΑΣ: (Η Ανέζα φέρνει τις ρακές) Ναι μα σήμερα Γιάννη είναι Κυριακή. Ξεχνάς τι λέει το ευαγγέλιο. Έξι μέρες να εργάζεσαι και την εβδόμη Κύριο το Θεό σου. Είσαι πολύ προκομμένος μωρέ Γιάννη και μπράβο σου αλλά είσαι και ταμακιάρης. Παιδιά σκυλιά δεν έχεις, πες μου τι θα τα κάμεις τα λεφτά. Πρόσεξε όμως. Έστιν δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά...
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ορά, ορά και τι ορά ένα χριστιανό που δεν τού’ χουν αφήσει οι τούρκοι ούτε σάλιο για να φτύσει. Δε θωρείς τα πλούτη μου γέροντα; Δεν έχω παιδιά, μα έχω αφεντικά. Πρέπει να δουλεύω για νά’ χω να πληρώνω το χαράτσι και τ’ άλλα δοσίματα. Και σαν έχω να χορταίνω τον Αγά, το Σούμπαση και κάθε γενίτσαρο που μου ζητά, γλιτώνω από τσι ξυλιές και από τα χειρότερα.
ΠΑΠΑΣ: (Αναστενάζοντας) Και ποιος χριστιανός δεν είναι σκλάβος και δε δουλεύει για τη σκλαβιά του. (Πίνουνε τη ρακή. Σηκώνονται και οι δύο.)
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Στο καλό παπά μου και να μας έρχεσαι.
ΑΝΕΖΑ: Στο καλό παπά μου. (Βγαίνει στην πόρτα για να αποβγάλει τον άντρα της) Να γυρίσεις γρήγορα Γιάννη, θα έχω χοιρινό με σέλινο.
( Ο Σιφογιάννης έφυγε. Ακούγεται μουσική για να φανεί ότι διέτρεξε ικανή απόσταση)
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ποιος είναι κείνος πού’ ρχεται από μακριά; Ωχ ο Αγάς του Μοχού είναι. Όφου ίντα παθα, ίντα παθα. Και τώρα, τι θα κάμω τώρα; Ωχ με είδε έρχεται κατά δω. (Βγάζει το καπέλο του και παίρνει δουλική στάση) Στους ορισμούς σου Αγά μου!
ΑΓΑΣ: Ποιοι είστε εσείς οι δύο; (φαίνεται λιγάκι μεθυσμένος)
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ποιοι δύο αγά μου, ...ένας είμαι...
ΑΓΑΣ: Κι ο άλλος, εκειός που κρατά το πριόνι.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Κατ’ ιδίαν) Ωχ μεθυσμένος είναι. (Δυνατότερα) Εγώ είμαι μόνος μου ο Σιφογιάννης να σε χαρώ.
ΑΓΑΣ: Εσύ σε ορέ Σιφογιάννη δε σε πρόσεξα γιατί με στραβώνει ο ήλιος.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Κατ’ ιδίαν) Μωρέ κατέχω εγώ ίντα ναι εκειό που σε ...στραβώνει αλλά...
ΑΓΑΣ: Και δε μου λες για που το βαλες.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (δουλικά) Πάω στ’ αμπέλι Αγά μου, να κάνω μια ολιά δουλειά.
ΑΓΑΣ: Και καλά σήμερο Κυριακή δεν έχετε σκόλη εσείς οι χριστιανοί, πα να πει δε δουλεύετε.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (τρέμοντας) Ναίσκε Αγά μου.
ΑΓΑΣ: Είναι μεγάλο κρίμα δηλαδή να δουλεύει μια τέτοια μέρα ένας Ρωμιός;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ναίσκε Αγά μου.
ΑΓΑΣ: Πα να πει εσύ δεν είσαι καλός χριστιανός;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Ψελλίζοντας) Δεν είμαι πρέπει Αγά μου.
ΑΓΑΣ: Σα δεν είσαι καλός χριστιανός, θα σε κάμω τούρκο!
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Για το Θεό Αγά μου... Να χαρείς τα παιδιά σου...
ΑΓΑΣ: Καλλίτερος είσαι συ γκιαούρη από μένα πού’ μαι τούρκος; Σα δε σ’ αρέσει νά’ σαι τούρκος πες το τσι μπιστόλας μου (κάνει να την πιάσει) εδώ είναι κι ανημένει. (Βγάζει τη μπιστόλα. Ο Σιφογιάννης γονατίζει)
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ότι θες Αγά μου. Ότι ορίζεις. Δικός σου είμαι.
ΑΓΑΣ: (Με ένα σαρδόνιο γέλιο) Εδά λοιπόν θα σε τουρκέψω. Θα λες ότι λέω. (Ακουμπά τη μπιστόλα πάνω στο κεφάλι του και λέει με επίσημο ύφος) Τούρτουρος και τουρτουρίνα...
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Τούρτουρος και τουρτουρίνα...
ΑΓΑΣ: Και μεγάλη Τουρκαρίνα!
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Και μεγάλη Τουρκαρίνα!
ΑΓΑΣ: Κατάλαβες εδά μωρέ ίντα γίνηκε;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Τι γίνηκε Αγά μου;
ΑΓΑΣ: Θα σου πω εγώ. Ετούρκεψά σε. Από σήμερο θα είσαι πια Τούρκος. Θα προσκυνάς σα Τούρκος. Άμα ακούς τον ιμάμη ψηλά από το μιναρέ θα σκύβεις και θα προσκυνάς τον Αλάχ και τον προφήτη του το Μωάμεθ. Και για να γίνεις Τούρκος με τα όλα σου θα σου αλλάξω και τ’ όνομα. (Ακουμπά τη μπιστόλα) Σε ονομάζω Τζαφέρη. Άιντε δα και να μην ακούσω πως πίνεις κρασί. (Όση ώρα τα λέει αυτά είναι φανερό ότι είναι υπό την επήρεια μέθης) Κατές πως ο προφήτης μας είπε να μην πίνομε κρασί. Εγώ που θωρείς δεν το βάνω ποτές στο στόμα μου. Είναι μεγάλο κρίμα. Άιντε δα και καλή στράτα Τζαφέρ Αγά....
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Ο Αγάς απομακρύνεται. Ο Σιφογιάννης μένει ακίνητος για λίγο) Και τώρα, τι θα κάμω τώρα. Εδώ σε θέλω κάβουρα. Πάει εχάθηκα. (Παίρνει το δρόμο του γυρισμού)
ΑΝΕΖΑ: Γιατί εγύρισες τόσο γρήγορα άντρα μου. Ίντα παθες δεν είσαι καλά; Άρρωστος είσαι;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι ... δεν ... έχω τίποτε.
ΑΝΕΖΑ: Τι δεν έχεις τίποτε που εσύ μάτια μου έχεις γίνει πιο κίτρινος κι από το λεμόνι.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Κάθεται) Γυναίκα άκουσε τι έγινε. Άκουσε με.... (Μπαίνει μουσική και ο Σιφογιάννης εξηγεί παραστατικά στη γυναίκα του τι έγινε κατά τη συνάντησή του με το Μόχογλου. Όταν τελείωσε...)
ΑΝΕΖΑ: Είδες εδά. Είδες τι πάθαμε.... Η τιμωρία σου.. Σου χρειαζότανε. Είδες τώρα ότι υπάρχει ο «οφθαλμός»; Τι έχεις να πεις τώρα. Όφου κακό που πάθαμε!
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Άστα τώρα αυτά. Από δω και πέρα να δούμε τι μπορεί να γίνει. Εγώ λέω ότι έτσι μεθυσμένος που ήτανε μπορεί αύριο να μη θυμάται και τίποτα.
ΑΝΕΖΑ: Να φωνάξουμε τον παπά.Πάω τώρα κιόλας. Κι ώσπου να δούμε τι θα κάνουμε να μη βγεις καθόλου έξω, άκουσες Τζαφέρ Αγά....
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ανέζα, Ανέζα... σε παρακαλώ... (Η Ανέζα φεύγει, ο Σιφογιάννης παίρνει ένα μαντίλι, το κάνει τούρκικο σαρίκι και το βάζει στο κεφάλι του. Ύστερα το βγάζει, το πετάει πέρα και σωριάζεται στην καρέκλα. Έρχεται η Ανέζα με τον παπά)
ΠΑΠΑΣ: Λοιπόν τι έχεις να πεις τώρα;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Παπά μου κατάλαβα το λάθος μου. Τώρα να δούμε τι θα κάνουμε.
ΠΑΠΑΣ: Σαν τι μπορούμε να κάνουμε βρε άμοιρε; Τον ξέρεις το Μόχογλου; Ξέρεις πόσους χριστιανούς έχει σκοτώσει για ψύλλου πήδημα; Ξέρεις που έμπλεξες μωρέ;
ΑΝΕΖΑ: Ναι θυμάστε τότε με την υπηρέτρια;
ΠΑΠΑΣ: Ναι, είχε μια υπηρέτρια χριστιανή και μια μέρα της λέει;
-Θες μωρή να σε παντρέψω;
-Θέλω Αγά μου, του λέει κι αυτή.
-Διάλεξε μωρή τον καλλίτερο Ρωμιό ντελικανή να στον βλογήσω. Διάλεξε κι εκείνη ένα όμορφο παλικάρι από τ’ Ανώγεια πού’ ταν το χωριό της κι ο Αγάς του έστειλε παραγγελιά να πάρει την υπηρέτριά του μαζί μ’ ένα φυσέκι που σήμαινε « Ή θα πας όρθιος γαμπρός στην εκκλησιά ή θα σε πάνε τέσσερις κι ο παπάς (δείχνει τον εαυτό του) κι ο παπάς πέντε. Τι να κάνει το παλικάρι; Σου λέει ή γαμπρός ή μακαρίτης. Προτίμησε λοιπόν να ντυθεί μόνος του αντί να τονε ντύσουνε και να τον πάνε άλλοι. Κουμπάρος ήτανε ο Αγάς. Έγινε τρικούβερτο γλέντι. Δέκα μέρες μετά το γάμο η νύφη επήγε να δει τον ...κουμπάρο
-Αρέσει σου μωρή ο γαμπρός; Τι ρώτησε ο Μόχογλου.
-Αρέσει μου, Αγά. Και πριν ν’ αποτελειώσει τη φράση βγάζει ο Αγάς τη μπιστόλα και τηνε ξαπλώνει. Αυτός είναι ο Μόχογλου, ανάλογα σε τι μέρα θα τον πετύχεις. Ικανός για το καλλίτερο και για το χειρότερο.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Παπά μου, να πας να τονε βρεις.
ΠΑΠΑΣ: Τι είπες, ήμαρτον κύριε, Να πάω εγώ, κι αν μόλις με δει αρπάξει την κουμπούρα και με ξαπλώσει ίντα θ’ απογίνει μετά η παπαδιά μου. Κι αν βγάλει τη χατζάρα και με σουβλίσει σαν τον Αθανάσιο Διάκο. Ήμαρτον κύριε τι μου ζητάνε οι πιστοί σου, να σωθούν αυτοί και να κολαστώ εγώ.
ΑΝΕΖΑ: Ναι, παπά μου, αλλά τι λέει το ευαγγέλιο, μην κοιτάς που δεν το ξέρει αυτός που δεν πατά το πόδι του στην εκκλησία, εγώ που έρχομαι όλο και κάτι παίρνει τ’ αυτί μου. Σ’ εκείνη την παραβολή με τον τσοπάνη και τα πρόβατα.
ΠΑΠΑΣ: Ποιος τσοπάνης ευλογημένη;
ΑΝΕΖΑ: Εκείνος που είχε εκατό πρόβατα από τα οποία τα ενενήντα εννιά πήγαιναν κανονικά στο μαντρί και το ένα τού’ φυγε. Αυτός λέει άφησε παπά μου, τα πολλά που έτσι κι αλλιώς δεν τον είχαν ανάγκη μια κι εβάδιζαν στα σίγουρα κι έψαξε να σώσει το ένα που κινδύνευε από τα δόντια του λύκου. Έ ο λύκος είναι ο Μόχογλου. Κι εσύ παπά μου, να σε χαρώ, είσαι ο τσοπάνης.
ΠΑΠΑΣ: Θα πάω βρε θεομπαίχτες, μα άμα τα καταφέρω, θα σου δώσω τα κλειδιά της εκκλησίας Γιάννη, πρώτος θα πηγαίνεις την Κυριακή και τελευταίος θα φεύγεις. Ανεζινιώ, βάλε μου μια ρακή ακόμη και να δώσει ο Θεός να τονε πετύχω στις καλές του, (πίνει την πρώτη) βάλε άλλη μια. Να πω τουλάχιστον , μεθυσμένος ήμουνα και δεν κατάλαβα τι έκανα, να έχω μια δικαιολογία... Βρε πως μου την έφεραν με τα πρόβατα και τους τσοπάνηδες... (Ο παπάς φεύγει)
ΑΝΕΖΑ: Τώρα κακομοίρη μου δε θα το κουνήσεις ρούπι από δω. Γιατί αν τουρκέψεις δε θα μπορείς πια να ξετουρκέψεις.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ίντα να σου πω γυναίκα, θαρρώ ότι έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου σε μια μέρα μέσα. Να δώσει μόνο ο Θεός να τονε βρει στις καλές του ο παπάς το Μόχογλου... (Μουσική. Εν τω μεταξύ νυχτώνει)
ΠΑΠΑΣ: (Έρχεται γελαστός) Ανεζινιώ, έχεις ακόμη από κείνο το χοιρινό. Τηγάνισε κι αυγά να φάμε μαζί. Φέρε και κρασί. Ο Αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του.
ΑΝΕΖΑ: Καλά νέα φαίνεται ότι μας φέρνεις. Δόξα σοι ο Θεός.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Κάνοντας το σταυρό του) Δοξασμένο το όνομά του.
ΠΑΠΑΣ: (Κάθεται) Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του. Και ξέρεις είντα μου πε; Σε είδε λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήγαινες να δουλέψεις μέρα σκόλη κι έβαλε με το μυαλό του να σε κάνει Τούρκο.
ΑΝΕΖΑ: Η αμαρτία.
ΠΑΠΑΣ: Δεν σας είπα πως ο Μόχογλου δεν είναι κακός. Μόνο να μην είναι στα μεράκια και στα μπουρίνια του. Μόλις με είδε, ένιωσε γιατί πήγα κι άρχισε να γελά. Στο τέλος μου είπε, σαν τονε θέλεις εσύ παπά χριστιανό, χάρισμά σου. Ας μείνει στην πίστη σας. Και καλά έκαμες κι ήρθες γρήγορα, γιατί αν μαθευότανε πως ετούρκεψε δεν θα μπορούσε πια να ξετουρκέψει.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ο Θεός να του δώσει τους χρόνους που μού’ κοψε!
ΠΑΠΑΣ: Άμε να πιάσεις λίγο από το κοκκινέλι. Και να στείλεις λέει και του Αγά μια νταμιτζάνα. Άμε και φτηνά την εγλύτωσες Τζαφέρ Αγά.... (γελούν ενώ κλείνει η


αυλαία

1 σχόλιο: