Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Ο γερο καπετάνιος πεθαίνει


Ο γερο καπετάνιος πεθαίνει
Μονόπρακτο δράμα
του Σ.Π.Παπασηφάκη


Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί

από σχολεία στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.

Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα

του συγγραφέα.

Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο

καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.

 

ΔΙΑΝΟΜΗ

Μακρής
Καπετάνισσα
Νάσης
Ασήμω
Μία κοπέλα
Α΄ Άνδρας
Β΄ Άνδρας
Α΄ Γυναίκα
Β΄ Γυναίκα

(Η σκηνή διαδραματίζεται στο Ζυγό της Αιτωλοακαρνανίας. Περιγράφει τις τελευταίες μέρες του Δημήτρη Μακρή οπλαρχηγού του Ζυγού που οδήγησε ένα από τα τρία σώματα στην έξοδο του Μεσολογγιού. Βλέπουμε το εσωτερικό του σπιτιού του καπετάνιου. Είναι το καθιστικό. Αριστερά είναι η είσοδος και δεξιά η πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα και στην κρεβατοκάμαρα. Στη σκηνή αριστερά υπάρχει ένας σοφράς με τέσσερα σκαμνάκια και δεξιά μερικές καρέκλες. Στον τοίχο μαζί με μία εικόνα είναι κρεμασμένα το τουφέκι και το σπαθί του καπετάνιου.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Πήγαινε χριστιανέ μου να ξαπλώσεις, δεν άκουσες τι είπε ο γιατρός;
ΜΑΚΡΗΣ: Αυτός γυναίκα δεν ξέρει την τύφλα του, «πάνω στου κασίδι το κεφάλι μαθαίνει κούρεμα». Δεν έχω τίποτα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι τίποτα που τόσες μέρες ψήνεσαι στον πυρετό, σ’ έφαγαν οι θέρμες. Άμε σε παρακαλώ να θέσεις. Άμε για το χατίρι μου. (Ο καπετάνιος περνά στο άλλο δωμάτιο. Σε λίγο χτυπά η πόρτα. )
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Περάστε. (μπαίνει μέσα η Ασήμω η γειτόνισσα)
ΑΣΗΜΩ: Καλό βράδυ! Έ, πως τα πάει;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Ρίχνει πρώτα μέσα μια ματιά πριν απαντήσει.) Άστα μην τα ρωτάς. Ο γιατρός δε μας δίνει καμιά ελπίδα, λέει ότι μετρά μέρες. Η καρδιά λέει δεν αντέχει. Όλη μέρα προσπαθώ να του κρύβομαι. (Σφουγγίζει τα μάτια της)
ΑΣΗΜΩ: Μην κάνεις έτσι καπετάνισσα, όλοι περαστικοί είμαστε απ’ αυτό τον κόσμο. Φεύγω κι εγώ, είμαι βιαστική σήμερα γιατί πρέπει να ταΐσω τα ζωντανά μου. Καληνύχτα καπετάνισσα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Καληνύχτα Ασήμω. (Μπαίνει μέσα ο καπετάνιος)
ΜΑΚΡΗΣ: Έφυγε η στρίγκλα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μα τι λες άντρα μου, η κυρα-Ασήμω έρχεται κάθε μέρα και ρωτά για σένα η καημένη.
ΜΑΚΡΗΣ: Ναι, και μετά κάνει γύρα στη γειτονιά τα νέα μας. Με θωρεί λες και μου παίρνει τα μέτρα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Υπερβολικός είσαι άντρα μου.
ΜΑΚΡΗΣ: Τι υπερβολικός. Εγώ σου λέω ότι κάθε βράδυ κάνει μπρόβα τα μοιρολόγια που θα μου σούρει. Μου προβάρει τα σουσούμια για να’ χει να λέει όλο το βραδυ. Αχ! Και να μπορούσα λέει να τ’ ακούσω. Στο λέω γυναίκα, άμα αρχίσει και σκούζει σα φώκια είμαι ικανός και πεθαμένος να σηκωθώ και να τη βουτήξω.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Θεός φυλάξει άντρα μου. Τι σ’ έπιασε σήμερα.
ΜΑΚΡΗΣ: Μωρέ δυο αυγά ρουφά κάθε βράδυ για να μην κλείσει ο λάρυγγας. (Χτυπά η πόρτα. Η καπετάνισσα ανοίγει και μπαίνει μέσα ένα νεαρό παλικάρι.)
ΝΑΣΗΣ: Καλησπέρα καπετάνιο, καλησπέρα καπετάνισσα.
ΜΑΚΡΗΣ: Βρεεε καλώς το Νάση.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Κάτσε παιδί μου να σου βάλω μια ρακί. (Ο καπετάνιος κάνει να μιλήσει) Εσύ μην ετοιμάζεσαι, ο γιατρός είπε να μην πίνεις ούτε γουλιά. (Η καπετάνισσα μπαίνει μέσα)
ΜΑΚΡΗΣ: Μπα που να του’ ρθει κόλπος, τι ήθελε και τον φώναξε. (Παύση) Πως πάει το κοπάδι αγόρι μου;
ΝΑΣΗΣ: Καλά καπετάνιο, (χαρούμενα) η Κανέλα γέννησε ψες τρία μικρά το’ να καλύτερο απ’ τ’ άλλο. Κι η Μαριγούλα στις μέρες της είναι.
ΜΑΚΡΗΣ: Και που πας το κοπάδι για βόσκημα Νάση;
ΝΑΣΗΣ: Πέρα κατά το μύλο.
ΜΑΚΡΗΣ: Και την προηγούμενη βδομάδα κατά το μύλο τα πήγαινες, έχει καλόο χορτάρι εκεί;
ΝΑΣΗΣ: - (Κατεβάζει το κεφάλι)
ΜΑΚΡΗΣ: Πως τη λένε; Ποια είναι; Τηνε ξέρω;
ΝΑΣΗΣ: (Με κατεβασμένο το κεφάλι. Σιγανά.) Το Λενιώ του κυρ Πέτρου.
ΜΑΚΡΗΣ: Α! Είναι πολύ όμορφη. (Η καπετάνισσα φέρνει τη ρακί με λίγο τυρί. Βάζει στο ποτήρι κι επιστρέφει στην κουζίνα.) Και τι σκέφτεσαι να κάνεις.
ΝΑΣΗΣ: Λέω να τηνε ζητήσω από τον πατέρα της. Τι λες κι εσύ καπετάνιο;
ΜΑΚΡΗΣ: Μπράβο, έτσι κάνουν οι άντρες. Εγώ σα γνώρισα την καπετάνισσα πήγα γραμμή στον πατέρα της και του’ πα. Καπταν- Γιώργη, αγαπώ την κόρη σου, θα μου τη δώσεις για θα την κλέψω. Και δε μ’ αρνήθηκε. Τότε βέβαια ήμουν και πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Σφαλτού κι ήξερε ο πατέρας της ότι δεν το ΄χα σε τίποτα να τηνε κλέψω στ’ αλήθεια. (Παύση) Άκουσε παιδί μου, εμείς με την κυρά παιδιά σκυλιά δεν έχουμε. Όταν ήταν ο καιρός μας εγώ ήμουνα πάντα στα βουνά. Στον πόλεμο. Ο Ζυγός ήτανε το σπίτι μου κι η καπετάνισσα τα’ βγαζε πέρα μόνη της, άντρας και γυναίκα μαζί. (Παύση) Εγώ Νάση μετράω μέρες, το ξέρω, ο καβαλάρης έρχεται, στο δρόμο είναι.
ΝΑΣΗΣ: (Συγκινημένος) Μη λες τέτοια πράγματα καπετάνιο.
ΜΑΚΡΗΣ: Άκου τώρα. Άκου γιε μου. Έχω δώσει ήδη εντολή στην καπετάνισσα. Θα την έχεις σα μάνα σου τώρα που εγώ θα λείψω από τη μέση κι ότι έχουμε και δεν έχουμε σε σένα θα μείνει, σα να’ σουνα δικό μας παιδί. Την κοπέλα όμως να πας να τηνε ζητήσεις. Και γρήγορα, πριν σας πάρει κανένα μάτι. Δεν κάνει να το εκθέτεις το κορίτσι. Δεν κάνει να το πιάνουνε στο στόμα τους τα λαδικά. Και δεν θα πας μόνος, θα πας με την καπετάνισσα που τηνε σέβονται και την υπολογίζουν όλοι. Ήθελα βέβαια να πάμε μαζί μα γω έχω …άλλο ταξίδι να κάμω.
ΝΑΣΗΣ: Καπετάνιε! (Κάνει να του φιλήσει το χέρι, μα εκείνος το τραβά)
ΜΑΚΡΗΣ: Τι είμαι ρε, παπάς είμαι; (Παύση) Και κάτι ακόμα. Τελευταίο. Τα όπλα μου. Το Φονιά και το Λιάρο. (τα δείχνει στον τοίχο) Σαν πεθάνω θα τα πάρεις εσύ. Απ’ όλα όσα σ’ αφήνω αυτή είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά. Κοίτα να τα τιμήσεις. Πριν από μένα τα είχε ο καπετάν Σφαλτός. Ήτανε πάντα η τιμή και το καμάρι μου.
ΝΑΣΗΣ: Εντάξει καπετάνιο. Όλα θα γίνουν κατά πως προστάζεις.
ΜΑΚΡΗΣ: Βάλε μου τώρα μια ρακί πριν φύγεις.
ΝΑΣΗΣ: Μα η καπετάνισσα είπε…
ΜΑΚΡΗΣ: Άσε τι λέει η καπετάνισσα. Δεν πρόκειται να με φιλήσει καμία στο στόμα νυχτιάτικα. (Πίνει τη ρακί)
ΝΑΣΗΣ: Φεύγω τώρα. (Δυνατά) Καληνύχτα καπετάνισσα. (Σιγότερα) Καληνύχτα καπετάνιο.
ΜΑΚΡΗΣ: Καληνύχτα παιδί μου. Και όπως σου’ πα. (Φεύγει)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Μπαίνει μέσα. Κάθεται κοντά του.) Τα είπατε; Το Λενιώ δεν ήτανε; Είδες που είχε δίκιο η Ασήμω;
ΜΑΚΡΗΣ: Μωρέ της ξεφεύγει τίποτες αυτηνής; Πουλί να πετάξει στο χωριό το μαθαίνει. Θα τηνε ζητήξει. Να πάτε μαζί γυναίκα. Και κοίτα να δώσεις καλά στο μπαρμπα-Πέτρο να καταλάβει ότι τη Λένη, δεν τη ζητά το κοπέλι που μας φυλά τα πρόβατα, αλλά ο γιος μου.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Μυρίζει λίγο αριστερά και δεξιά) Μα δε μου λες εσύ, γιατί μυρίζεις ρακί.
ΜΑΚΡΗΣ: Να… το χέρι μου με πόνεσε λίγο και το τριψα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Που κάνει ότι τον πιστεύει) Κααλά!
ΜΑΚΡΗΣ: Αλήθεια! Θυμάσαι μωρέ γυναίκα τότες που σε είχα πρωτοϊδεί στο πανηγύρι του Αη-Λια…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Πως σου’ ρθε τώρα και το θυμήθηκες αυτό;
ΜΑΚΡΗΣ: Ε, να με την αφορμή του παιδιού. Αλήθεια μωρέ γυναίκα, μόλις σε είδα αμέσως εμπήκες μέσα στην καρδιά μου. Θυμάσαι το τραγουδάκι που έλεγα για σένα αναγυριστικά με τους φίλους μου για να μην καταλάβει τίποτα ο κύρης σου; Το λεμονάκι;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Το θυμάμαι! Έλα μη συγκινείσαι τώρα κι έρχεται βράδυ.
ΜΑΚΡΗΣ: Και τους γάμους μας; Ψωμί δεν είχαμε να φάμε στο Μεσολόγγι από τον αποκλεισμό του Κιουταχή και του Μπραΐμη κι όμως γλεντάγαμε τρεις μέρες. (Η καπετάνισσα γελά συγκινημένη) Κι οι τούρκοι που ήταν κοντά στις τάπιες ρωτάγανε περίεργοι: «Τι πάθατε μωρέ γκιαούρηδες και χαλάτε τον κόσμο μοναχοί σας;» «Τον καπετάνιο μας, το Δημήτρη το Μακρή παντρεύουμε σήμερα κι έχουμε γλέντι» Κι οι τούρκοι απαντούσανε: «Να σασε ζήσει μωρέ, να σασε ζήσει».
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Δεν τ’ αφήνεις αυτά και να πας να πέσεις, κι αύριο μέρα είναι.
ΜΑΚΡΗΣ: Μια τελευταία χάρη θέλω μωρέ γυναίκα. Στην κηδεία δε θέλω να με κλάψουνε και κυρίως εσύ. Δεν ταιριάζει σ’ έναν άντρα να τονε κλαίνε. Να γλεντάνε ταιριάζει. Να γλεντάνε και να τραγουδάνε. Λε-μωρε λεμονάκι μυρωδάτο……
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Το παίρνει αυτή και το συνεχίζει. Στην πορεία σηκώνεται και σιει τη μέση της όπως τότε στον προφήτη Ηλία)

Λε-μωρε λεμονάκι μυρωδάτο
Λεμονάκι μυρωδάτο
Κι από περιβόλι αφράτο.

(σηκώνεται, χορεύει κρατώντας τη μέση της))
Μη μωρέ, μη παραμυρίζεις τόσο (δις)
Μην παραμυρίζεις τόσο
Και με κάνεις και νυχτώσω

ΜΑΚΡΗΣ: Μπράβο καπετάνισσα, μεγάλη χαρά μου έδωσες απόψε.

Κι αν μωρε, κι αν νυχτώσεις παλικάρι (δις)
Κι αν νυχτώσεις παλικάρι
Κάτσε να βγει το φεγγάρι.

Να μωρε, να σε δω να σε γνωρίσω (δις)
Να σε δω να σε γνωρίσω
Να’ ρθω να σε αγαπήσω…

ΜΑΚΡΗΣ: Μπράβο μωρέ Δέσπω! Μπράβο! (Γελά δυνατά)

(Την άλλη μέρα. Στο σπίτι είναι μαζεμένος κόσμος. Όρθια στέκεται η καπετάνισσα και ο Νάσης. Μια κοπέλα κερνά καφέ τις γυναίκες και ρακί τους άντρες. Στο τραπεζάκι κάθονται δύο άντρες. Και στις καρέκλες κάθεται μια παρέα γυναικών)
Α ΑΝΤΡΑΣ: Μεγαλύτερο παλικάρι δεν έχει περάσει όχι μόνο από το Ζυγό αλλά από όλη την Αιτωλοακαρνανία. Η πατρίδα μας, αν κατάφερε να ελευθερωθεί χρωστά και σ’ αυτόν κάτι. Έβαλε και ο Μακρής ένα λιθαράκι.
Β ΑΝΤΡΑΣ: Αλήθεια θυμάσαι τι γλέντι είχαμε κάνει τότες στο Μεσολόγγι; Οι τούρκοι τα είχανε χάσει. Δε μπορούσανε να πιστέψουν πως μετά από ένα χρόνο αποκλεισμού είχαμε τη διάθεση για χαρές και πανηγύρια.
Α ΑΝΤΡΑΣ: Ο καπετάνιος επίτηδες τον έκανε το γάμο του τότε για να μας δώσει κουράγιο κι ελπίδα.
Β ΑΝΤΡΑΣ: Μπα θα την παντρευόταν έτσι κι αλλιώς την καπετάνισσα. Την αγάπαε πολύ, μες στα μάτια την κοίταγε.
(Η συζήτηση μεταφέρεται στην παρέα των γυναικών. Οι άντρες συνεχίζουν να μιλάνε δίχως να ακούμε τι λένε.)
ΑΣΗΜΩ: Ξενοκοίταγε! Ξενοκοίταγε! Σε κάθε χωριό λένε είχε και μα αγαπητικιά.
Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα τι λες τώρα βρε Ασήμω; Τη Δέσπω την αγάπαγε από παιδί.
ΑΣΗΜΩ: Και τι σημαίνει αυτό; Άντρας δεν ήτανε; Είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη πανάθεμά τους; Εγώ γιατί δεν παντρεύτηκα;
Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα τι λες βρε Ασήμω; Τόσα χρόνια στον πόλεμο, του έμενε καιρός για αγάπες;
ΑΣΗΜΩ: Οι άντρες όπου και να βρίσκονται θα την κάνουνε τη λαδιά τους άμα τους δοθεί η ευκαιρία.
Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι αλήθεια ότι στα νιάτα του ήταν πολύ όμορφος ο καπετάνιος!
Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, όλες οι γυναίκες του κάμπου λιώνανε για το χατίρι του.
ΑΣΗΜΩ: Ελάτε τώρα να αρχίσουμε, ώρα δεν είναι;

(Οι γυναίκες ξεκινάνε ένα μοιρολόι. Ξαφνικά η καπετάνισσα αρχίζει να τραγουδά το λεμονάκι στην αρχή σιγά και έπειτα δυνατότερα. Μία μία η γυναίκες σταματούν και ακούγεται μόνο η φωνή της. Ο Νάσης ξεκρεμά το καριοφίλι, έρχεται μπροστά στη σκηνή και ρίχνει μια τουφεκιά. Ακούγεται ο αντίλαλός της ενώ πέφτει η


αυλαία



Φεβρουάριος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου