Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ο εισπράκτορας (σκετς 25 Μαρτίου)


Ο εισπράκτορας
 
Του Σ.Π.Παπασηφάκη
 
(Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρος ή όλου χωρίς άδεια)
Διανομή
  
Χατζη Γαβρίλης
Μάρω (η γυναίκα του)
Αγάς
Α΄  Έλληνας
Β΄  Έλληνας
Α΄  Τούρκος
Β΄  Τούρκος
Ασήμω (υπηρέτρια)

 

(Η σκηνή διαδραματίζεται την εποχή της τουρκοκρατίας. Ανοίγοντας η αυλαία βρισκόμαστε στο σπίτι του Χατζη Γαβρίλη. Παλιό αρχοντικό μ’ ένα λιακωτό μπροστά. Στη δεξιά γωνία είναι στρωμένες πολύχρωμες μαξιλάρες.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Το γλυκό είναι έτοιμο; Τα στρωσίδια στο κρεβάτι του; Μην κάθεσαι καθόλου γυναίκα. Ασήμω, βρε Ασήμω, φτιάξε λίγο τις μαξιλάρες.

ΜΑΡΩ: Μην κάνεις έτσι άντρα μου. Δε θα μας πάρει δα και το κεφάλι.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Αααα! Δε θα μας πάρει το κεφάλι. Θαρρείς ότι άμα του’ ρθει θα το σκεφτεί δεύτερη φορά;  Αλίμονο μας!  Ο Θεός να μας (ε) βλέπει.

(Από τη γωνία έρχεται ένας αγάς. Είναι στρουμπουλός, με μαύρο μουστάκι και βλοσυρό βλέμμα.) 

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Καλώς όρισες αγά μου. (με δουλικότητα) Στους ορισμούς σου.  Ο Θεός να καθαρίζει τη στράτα σου. Γυναίκα, φέρε μια καρέκλα. (Τη φέρνει) Κάτσε αγά μου, να ξαποστάσεις.

ΑΓΑΣ: (Κάθεται. Βγάζει ένα μαντίλι και σκουπίζεται) Μας τάραξε το καλοκαίρι π’ ανάθεμά το.

(Η Μάρω μπαίνει μέσα μ’ ένα δίσκο, ένα βαζάκι γλυκό, ένα κουτάλι κι ένα ποτήρι νερό.)


ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Αγά μου, ένα νερό να δροσιστείς.

ΑΓΑΣ: Μπράβο ωρέ  Μάρω. Πάντα πρώτη στα γλυκά. (Τρώει μια κουταλιά, πίνει και νερό. Η Μάρω δείχνει στον άντρα της τα στρωσίδια)

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Έλα να ξαποστάσεις αγά μου, θα’ σαι κουρασμένος.

ΑΓΑΣ: (Σηκώνεται με κόπο και πλησιάζει στις μαξιλάρες. Τι είν’ αυτά; (Με θυμό) Είναι αυτά κατάλληλα για ένα αγά; Ένα απεσταλμένο της υψηλής πύλης;  (Ο Χατζη Γαβρίλης, η γυναίκα του και η υπηρέτρια μαζεύονται στη γωνία).

ΜΑΡΩ: (Που κάνει λίγο κουράγιο) Για το Θεό αγά μου. Αυτά είναι από την προίκα της μοσχοθυγατέρας μας. Δεν κάνουνε βέβαια για ένα υψηλό προσκεκλημένο σαν και του λόγου σου, μα είναι καθαρά και φρεσκοπλυμένα.

ΑΓΑΣ: (Κάνει την ανάγκη φιλότιμο) Ας είναι! (Ξαπλώνεται. Φεύγουν οι άλλοι και μένει με το Χατζη Γαβρίλη) Όπως ξέρεις Χατζη Γαβρίλη, το δοβλέτι με όρισε επίσημο εισπράκτορα όλου του κάμπου. Από σήμερα ο νόμος μου θ’ απλώνεται σ’ όλη την περιφέρεια κι όποιος δεν υπακούει θα χάνει το κεφάλι του. Από σήμερα κάθε ρωμιός θα φέρνει το μέρος της σοδειάς που του αναλογεί σαν είναι γεωργός κι ένα μέρος από το κοπάδι του σαν είναι κτηνοτρόφος. Το κράτος, (μιλά σαν να είναι ο ίδιος το κράτος ή σαν να βγάζει λόγο) το κράτος έχει ανάγκη από τους φόρους των ραγιάδων. Κι εσύ Χατζη Γαβρίλη ορίστηκες να κρατάς τους λογαριασμούς και να μ’ ενημερώνεις για ότι γίνεται. Κι αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα υπακούσουν. Οι νόμοι κι οι προφήτες Χατζη Γαβρίλη είναι γραμμένοι στην άκρη του σπαθιού μου.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Όπως ορίζεις αγά μου.

ΑΓΑΣ: Χατζη Γαβρίλη… (παύση)  Θα με υπηρετείς;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: …………..

ΑΓΑΣ: (δυνατότερα) ΘΑ ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΕΙΣ…

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: (παύση) Αγά μου, είσαι …κουρασμένος. Να….. σε αφήσω να ξαποστάσεις.  (Φεύγει σκυφτός ενώ νυχτώνει σιγά σιγά. Την άλλη μέρα ο Χατζη Γαβρίλης είναι καθισμένος σε ένα μικρό σοφρά και γράφει σε ένα χοντρό βιβλίο. Ο αγάς πηγαινοέρχεται μιλώντας)

ΑΓΑΣ: Μελέτης Κωνσταντόπουλος. Ποιος είναι αυτός ωρέ  Χατζή Γαβρίλη;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Εκειός που’ χει το μύλο αγά μου στου Πετρή το ρέμα.

ΑΓΑΣ: Α! Όλη μέρα αλέθει αυτός ο μύλος. Γράψε Γαβρίλη, εκατό σακιά αλεύρι για το βιλαέτι στο τέλος του αλέσματος.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Για το Θεό αγά μου. Έχει οικογένεια, πώς θα ζήσει;

ΑΓΑΣ: (Με θυμό) Εκατό σακιά είπα. Αυτή είναι η δουλειά των ρωμιών, να δουλεύουν για το σουλτάνο. Έτσι τα καμε ο Αλάχ. Εμείς θα τ’ αλλάξουμε. Γράφε και μη μιλείς. Διαόλου σπορά. Σα δε θέλουν να δουλεύουν να το πουν τσι μπιστόλας μου.

ΧΑΤΖΗ  ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Ότι ορίζεις αγά μου…

ΑΓΑΣ: Κι εκειός ο άλλος που λέγαμε χθες ο τσομπάνης;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Ο Νότης που έχει τη στάνη στη ράχη του Άι Λια.

ΑΓΑΣ: Ναι αυτός. Πόσα πρόβατα έχει;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Να σου πω …αγά μου… εβδομήντα,… μπορεί κι ογδόντα.

ΑΓΑΣ: Γράφε Γαβρίλη. Ογδόντα πρόβατα θα δώσει μετά το τέλος τ’ αρμέγματος στο βιλαέτι.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Μα…

ΑΓΑΣ: Πάψε Γαβρίλη….. Για να λες εσύ ογδόντα έχει περάσει τα εκατό.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Για το Θεό αγά μου πώς θα τολμούσα… (Η Μάρω μπαίνει μέσα με την υπηρέτρια η οποία κρατάει ένα δίσκο. Κάνει νόημα στον άνδρα της)  Πέρασε η ώρα αγά μου. Θα πείνασες.

ΑΓΑΣ: (Που του αρέσει το φαϊ) Τι έχει σήμερα Χατζη Γαβρίλενα;

ΜΑΡΩ: (Κοιτώντας κάτω) Κόκορα βραστό αγά μου.

ΑΓΑΣ: Α!  Πολύ ωραία. (Ο αγάς τρώει στο σοφρά)

ΜΑΡΩ: (Κατ’ ιδίαν στον άντρα της) Δεε νομίζεις ότι το παρακάνεις;  Δε θα’ ναι πάντα στις καλές του. Είπαμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε τους συμπατριώτες μας, αλλά όπως πας θα το φας το κεφάλι σου. Δε μου λες, αποφάσισες να με αφήσεις χήρα;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Κατέχω το μωρέ γυναίκα.  Το θέλει όμως η συνείδησή σου, πες μου, το θέλει ο Θεός να δουλεύουνε όλοι μέρα οι Έλληνες και να μην έχουνε ψωμί να φάνε;

ΑΓΑΣ: (Που τελειώνει το φαΐ του)  Ωραίος ήταν ο κόκορας Μάρω!  Βάλε μωρέ Χατζη Γαβρίλη και μια ρακί να μας (ε) δει κι ο Αλλάχ.   (Η Μάρω τρέχει και φέρνει. Κερνά τον αγά)  Όλα που λες Γαβρίλη είναι όπως τα θέλει ο Αλλάχ.  Κατέχω το πως στεναχωριέσαι για τους ραγιάδες, μα τι να κάμουμε, έτσι ήτανε γραφτό. Κισμέτ.

(Νυχτώνει. Μπαίνει μουσική με ήχους φύσης και με τη ρύθμιση των φώτων δίνεται η εντύπωση του χρόνου που περνά. Ο Χατζη Γαβρίλης  πηγαινοέρχεται με το βιβλίο στο χέρι και ο αγάς ξαπλωμένος στις μαξιλάρες ρουφά το ναργιλέ του και πίνει ρακί.  Ξημερώνει. Στη σκηνή είναι ένας έλληνας φτωχικά ντυμένος με το σκουφί  στα χέρια και μιλά με το Χατζη Γαβρίλη.)

Α΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Θα του μιλήσεις;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Να του πω τι;

Α΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Πέντε παιδιά πες του, χώρια η κυρά του που έχει χοντρύνει και τρώει για τρεις. (Παύση. Σε άλλο τόνο) Και να σκεφτείς ότι όταν την πήρα ήτανε σαν πουλάκι.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Μα και συ μωρέ, πέντε παιδιά!

Α΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Τι να κάνουμε Χατζη Γαβρίλη, ο Θεός!

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Ποιος Θεός μωρέ; Κι εγώ γιατί έχω ένα. ΕΝΑ! (δείχνει με το δάχτυλο) Όχι πέντε. ΠΕΝΤΕ! (Ξαναδείχνει με τα δάχτυλα) Κάνει και λίγο κράτει ο κόσμος αλλά που εσύ.

Α΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Άστα τώρα αυτά. Ξέρεις εσύ πως θα τον τυλίξεις. Έχεις βοηθήσει τόσο κόσμο. Εσύ θ’ αγιάσεις μια μέρα.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Αυτόοο φοβάμαι. Μήπως….. αγιάσω σήμερα. Μήπως αρπάξει τη χατζάρα και με κόψει φέτες όπως κόβει ο Μαμαλάκης τη σαλάτα. Αλλά έτσι είσαστε σεις. Σκαρώνετε πέντε παιδιά και μετά… τρέχα Χατζη Γαβρίλη. Άντε φεύγα τώρα. Όπου να’ ναι θα βγει. (Ο Έλληνας φεύγει. Βγαίνει ο αγάς.)

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Πώς κοιμήθηκες αγά μου; Καλά; Θα πιεις καφέ;  Ασήμωω, φτιάξε καφέ τα’ αγά μας. Μερακλίδικο. Σερμπέτι.

ΑΓΑΣ: Πολλά κανάκια μου κάνεις σήμερα μωρέ Γαβρίλη. Άιντε (κάνει νόημα με το χέρι) λέγε τι θες;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Τίποτεεε, τίποτε αγά μου να σε χαρώ.  (Πιάνει το βιβλίο) Αγά μου, με τον …….. Κωσταντή τι θα γίνει, τι προστάζεις;

ΑΓΑΣ: Α! Τίποτε! (παύση) Ποιο Κωσταντή;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Εκείνο που σου έλεγα τις άλλες ότι έχει πέντε παιδιά χώρια τη γυναίκα του και την πεθερά του.

ΑΓΑΣ: Ε και λοιπόν τι να κάνουμε; (Νευριασμένα)

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Τίποτε αγά μου.

ΑΓΑΣ: Πώς τίποτε; Βρε συ θα με σκάσεις.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Να με το συμπάθιο αγά μου. Μόλις πάω να πω κάτι γουρλώνεις τις ματάρες σου κι αρχίζεις τις βρισιές.

ΑΓΑΣ: ……..

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Να είχε λέει την παλιά εποχή ένας ένα άλογο που ήτανε ράτσας. Για τον πόλεμο. Μα δεν το τάιζε. Το έβαζε και δούλευε ολημερίς στα χωράφια δίχως να το ταΐζει. Κι όταν λέει, αγά μου, έγινε στ’ αλήθεια πόλεμος και το χρειάστηκε, εκείνο δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.  Να, λέω αγά μου, κι εκειός ο Κωσταντής, άμα δε μπορεί να σταθεί στα πόδια του από την πείνα, άχρηστος θα σου είναι. Κι έχει και πέντε παιδιά χώρια τη γυναίκα του και (με νόημα) την πεθερά του.

ΑΓΑΣ: Την πεθερά του;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Και τη γυναίκα του. Όταν την πήρε ήτανε τριάντα οκάδες και τώρα είναι εκατόν τριάντα. (Ο αγάς γελά)  Χώρια η πεθερά! Έλεγε του άντρα της (παρασταίνει) «Αχ! Να ζήσω Λάμπη μου να σου κλείσω τα μάτια» Πάνε δέκα χρόνια που του τα’ κλεισε. Τα δικά της όμως δε λέει να τα σφαλίσει. Μέρα νύχτα τον τρώνε τον Κωσταντή. Πρίμο σιγόντο από δω η μία κι από κει η άλλη. Γι’ αυτό σου λέω,  βασανισμένος άνθρωπος.

ΑΓΑΣ: (Γελά) Α! μωρέ Χατζη Γαβρίλη. Σεϊτάν μεγάλος είσαι. Διάολος πάει να πει με τα όλα σου. Σε καλό σου μ’ έκαμες και γέλασα. (Πιο σοβαρά) Εσύ Χατζη Γαβρίλη είσαι καλός άνθρωπος. Κι άμα ο Αλλάχ σε κρίνει, γιατί όλοι παιδιά του Θεού είμαστε και Τούρκοι και Ρωμιοί  θα σε πάρει κοντά του. Καλά γράψε ότι νομίζεις.

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: Μάρω!  Μάρω! Βάλε μια ρακί στον αγά μας. Από την παλιά.

ΑΓΑΣ: (Πίνει) Α μωρέ Χατζη Γαβρίλη, με τόσες περιποιήσεις εκατό χρονών θα πάω. ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΩΝ!

(Νυχτώνει. Ακούγονται πένθιμες καμπάνες. Το πρωί γίνεται η κηδεία του αγά. Μπροστά είναι δύο Τούρκοι, πίσω δύο Έλληνες και πιο πίσω ο Χατζη Γαβρίλης με τη γυναίκα του και την υπηρέτρια.)

Α΄ ΤΟΥΡΚΟΣ: Τόσο νέος και να φύγει έτσι ξαφνικά.

Β΄ ΤΟΥΡΚΟΣ: Τι να πεις, ότι αποφασίσει ο Αλλάχ. Τίποτα δεν είμαστε.

Α΄ ΤΟΥΡΚΟΣ: Α! Ήτανε καλός αγάς. Οι  Ρωμιοί τον έτρεμαν. Έφερε πολλά γρόσια στα ταμεία του κράτους. Ο καλύτερος φοροεισπράκτορας σ’ όλο το βιλαέτι.

Β΄ ΤΟΥΡΚΟΣ: Μα, τον προορίζανε έμαθα για ανώτερα αξιώματα αλλά αλλιώς όριζε ο Αλλάχ. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει. (Οι Τούρκοι ρίχνουν λίγο χώμα και φεύγουν. Πλησιάζουν δύο Έλληνες)

Α΄ΕΛΛΗΝΑΣ: Τι ήταν αυτό το ξαφνικό;

Β΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Γιατί ξαφνικό;

Α΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Μια χαρά ήτανε ο άνθρωπος. Προχθές μάλιστα ήτανε στα κέφια του και πυροβόλαγε όλη νύχτα με τη μπιστόλα του. Δράμι δε μας άφησε να κοιμηθούμε.

Β¨ ΕΛΛΗΝΑΣ: Όλοι πριν αρρωστήσουνε καλά είναι. Τι τα θες; Τον τάιζε ο Χατζη Γαβρίλης σα μοσχάρι, ήρθε κι έσκασε ο άνθρωπος. Τώρα, πάνα και τα βερεσέδια, πάνε κι οι φόροι.

Α΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Μπα, θα στείλουν άλλο εισπράκτορα οι Τούρκοι. Έτσι θα μας αφήσουν.

Β΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Ο Θεός μας  λυπήθηκε και τον πήρε. Ήτανε σκληρός άνθρωπος. Δε χρωστούσε να κάνει καλό. Μας έπαιρνε σχεδόν όλη τη σοδειά φόρο και μας άφηνε τα ψίχουλα να ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας.

Α΄ ΕΛΛΗΝΑΣ: Δουλεύαμε από το πρωί ίσαμε το βράδυ και τι καταλάβαμε; Ρούχο δεν είχαμε να ποδεθούμε. Μια βραδιά χορτάτοι δε ξαπλώσαμε. (Παίρνουν λίγο χώμα και το ρίχνουν. Ύστερα φεύγουν. Πλησιάζει ο Χατζη Γαβρίλης. Στέκεται. Κοιτάζει με τρόπο αριστερά και δεξιά. Ύστερα βγάζει από το στήθος του το βιβλίο και το βάζει δίπλα στο νεκρό. Ακούγεται μουσική. Ανάμεσα ακούγεται η φωνή του αγά)

ΑΓΑΣ: Θα με υπηρετείς;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ:  Όχι!

ΑΓΑΣ: (Δυνατότερα)   ΘΑ ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΕΙΣ;

ΧΑΤΖΗ ΓΑΒΡΙΛΗΣ! (Δυνατά)  ΟΧΙ!

(Η μουσική συνεχίζεται ώσπου πέφτει η

 

αυλαία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου