Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Ο Ματρόζος (σκετς 25η Μαρτίου)

Ο Ματρόζος
Μονόπρακτο δράμα
του
Σ.Π.Παπασηφάκη




Ο μύθος του έργου είναι από το ομώνυμο ποίημα
του Γεωργίου Στρατήγη

Το παρόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί

από σχολεία στα πλαίσια των εκδηλώσεών τους.

Απαραίτητη προϋπόθεση να αναφέρεται το όνομα

του διασκευαστή.

Απαγορεύεται η ανάρτησή του σε ιστοσελίδα ή ιστολόγιο

καθώς και η διασκευή του χωρίς άδεια.

 




Ο Ματρόζος

Διανομή


Ματρόζος
Μάρω
Πορτιέρης
Κανάρης
(περαστικοί άνδρες, γυναίκες και
υπάλληλοι του υπουργείου)

Σκηνή 1η

((Όταν ανοίγει η αυλαία βλέπουμε το κατάστρωμα ενός καραβιού. Στη σκηνή βρίσκεται ένας γερο-ναυτικός με κασκέτο θαλασσινού και άσπρα μαλλιά. Ατενίζει το πέλαγος βυθισμένος σε περισυλλογή. Φανερά στενοχωρημένος. Από το μεγάφωνο ακούγονται ήχοι καφενείου και ομιλίες:
Α΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Παιδιά, τα μάθατε! Ήρθε η γολέτα του Ματρόζου στο νησί. Ψες το βράδυ μπήκε στο λιμάνι.
Β΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Όπου να’ ναι θα μας έρθει ο καπετάνιος.
Α΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Ήρθε για τις γιορτές όπως κάθε χρόνο. Θα μείνει μέχρι ν’ αγιαστούνε τα νερά.
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Καλησπέρα παιδιά!
ΟΛΟΙ: Καλώς όρισες καπετάνιο! Καλωσόρισες!
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Καλώς σας εβρήκα!  Ανέστη, κέρασε όλο το μαγαζί. (παύση)
Α΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Στην υγειά σου καπετάνιο! Πάντα καλοτάξιδος!
Β΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Καλοτάξιδος καπετάνιο!
ΟΛΟΙ: Καλοτάξιδος!  Καλοτάξιδος! 
Σβήνουν οι φωνές και ακούγεται μουσική. Μετά το πέρας της μουσικής έρχεται από αριστερά μια νησιώτισσα με ένα μικρό μπόγο στην πλάτη.)

ΜΑΡΩ: Ματρόζε μου, για πού το’ βαλες; (Αφήνει το μπόγο κατά γης)
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Μάρω μου, εσύ ’σαι. Στην Αθήνα πάω. Κι εσύ, για πού με το καλό; (Κάθονται σε ένα παγκάκι)
ΜΑΡΩ: Στην Αθήνα πάω κι εγώ. Στο νησί δεν έχει πια ζωή. Τα είδαμε τα χαΐρια μας. Σ’ ένα σπίτι μου πανε να πάω, μεσολάβησε δηλαδή ο πολιτευτής μας, θα βοηθώ στσι δουλειές του σπιτιού και θα τρώω κι εγώ ένα πιάτο φαΐ. Εσύ;
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Για κείνη τη ρημάδα τη σύνταξη πάω. (Παύση) Μου’ πανε δηλαδή ότι εκειός ο Κωσταντής, απ’ τα Ψαρά, είναι δα μεγάλος και τρανός, υπουργός μαθές του ναυτικού. Ποιος ξέρει, ανε τονε βρω και θυμηθεί πως τότε  του’ σωσα τη ζωή μια φορά έξω από την Τένεδο, μπορεί να κάμει έλεος να μου τη δώσουνε τη σύνταξη. Νισάφι πια. (Παύση) Πήγα εδώ και χρόνια σε κείνο το απομαχικό και μου πανε να περάσω από μία επιτροπή. Πέρασα από την επιτροπή κι ύστερα μου’ παν από το Υπουργείο: «σύρε συ στο σπίτι σου και θα σου στείλουμε τη σύνταξη». Σε ένα μήνα ήρθαν τα χαρτιά στο λιμεναρχείο να πάω λέει στην Αθήνα γιατί πρέπει να με ξαναδούνε. Τι να κάμω, δανείστηκα τριάντα δραχμές από κείνο το Σκορδίλη το γερο-Λαδά, για δεν είχα ούτε τα σιτήρια να βγάλω και ξαναπήγα. Ακόμη δεν τις έχω ξεπληρώσει με τους τόκους και τα επιτόκια. Δέκα μέρες με παίδευαν από το Υπουργείο στο Απομαχικό και από το Απομαχικό στο Νοσοκομείο. Κι όσο την είδες εσύ τη σύνταξη, άλλο τόσο την είδα κι εγώ.
ΜΑΡΩ: Έτσι είναι Ματρόζε μου! Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Μάρω μου, εσένα θα στο εξομολογηθώ. (Σηκώνεται και κοιτάζει πίσω προς το νησί καθώς το καράβι απομακρύνεται) Δε θέλω να φεύγω πια από το νησί μας. Κι όση ώρα αλάργευε το βαπόρο, εκοίταζα τσι κορφές του νησιού μας ώσπου θολώσανε τα μάτια μου. (Ξανακάθεται) Εγέρασα παιδί μου, θ’ αποθάνω. Ένας Ματρόζος δε μπορεί να κάνει το ζητιάνο. Μα είναι καιρός πια που δε μπορώ να δουλεύω με τη βάρκα. Η πείνα μου θερίζει τα σωθικά. Κι όσο θυμούμαι ποιος ήμουνα…..
ΜΑΡΩ: (Κουνώντας το κεφάλι) Ο πιο πλούσιος καραβοκύρης του νησιού. Όλοι το ξέρουνε, μην κοιτάς που το ξεχνάνε, το ξεχνάνε γιατί έτσι τους βολεύει. Όλοι ξέρουνε πως σαν κυρήχτηκε η επανάσταση έδωσες όλη σου την περιουσία για τον αγώνα κι έγινες μπουρλοτιέρης. Κι οι ναύτες σου μετά τον πόλεμο βρεθήκανε μεγάλοι και τρανοί και συ…..
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Η πατρίδα παιδί μου, δε μας χρωστάει τίποτε.  Ότι κάνουμε  για την πατρίδα είναι καλώς καμωμένο. Δεν περιμένουμε ανταμοιβή. Μα όσο να ναι πικραίνομαι σαν πέφτω πολλές φορές το βράδυ νηστικός να κοιμηθώ. Σαν πεθάνω, θα’ ρθουνε ούλοι να κάμουν το κομμάτι τους, δημαρχαίοι και πολιτευτές του νησιού. Θα στείλουνε τις ευχές τους, θα στείλουνε στέφανα, θα γράψουνε στσι εφημερίδες. Έτσι είναι όλοι αυτοί οι μεγάλοι, πρώτα αφήνουνε κάποιον να πεθάνει σα σκυλί από την πείνα κι ύστερα κλαίνε τάχα μου γιατί πέθανε. Επίτηδες φτιάχνουνε τα γραφεία τους ψηλά, για να βλέπουνε τον κόσμο σα μυρμήγκια. Ας είναι! (Παύση) Ο Κωσταντής είναι η τελευταία μου ελπίδα. Δε θέλω να πλουτίσω. Μα δε θέλω και να με κοιτούν οι συγχωριανοί μου με οίκτο. Να ζήσω όσα χρόνια μου απομένουν με αξιοπρέπεια ζητάω. Μια σύνταξη να πορεύομαι.
ΜΑΡΩ: Τι να σου πω Ματρόζε μου! Εγώ γράμματα δεν ξέρω. Εύχομαι να τον βρεις τον Κωσταντή. Μακάρι να γίνει η δουλειά σου. Μα να, φτάνουμε όπου να’ ναι στον Πειραιά. (Βγάζει από την τσέπη ένα φάκελο) Πάρε αυτό το γράμμα, είναι γραμμένη πάνω η διεύθυνση που θα μένω. Εγώ τη θυμούμαι απ’ έξω.  Όποτε σε φέρνει ο δρόμος σου στην Αθήνα, να’ ρχεσαι να με βλέπεις. Εδώ στα ξένα που θα’ ρχεσαι ξένος να μην περνιέσαι. (μουσική)


Σκηνή 2η
(Μπροστά στο Υπουργείο Ναυτικών. Στην πόρτα της εισόδου είναι ένας πορτιέρης. Φορά καπέλο, έχει στον ώμο κίτρινα κορδόνια και θυμίζει τους πορτιέρηδες των μεγάλων ξενοδοχείων. Ύφος βλοσυρό.)
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: (Πλησιάζει. Βγάζει το φέσι και το κρατά υποτακτικά στα χέρια) Καλημέρα παιδίμου.
ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ: (Με ύφος) Γεια σου κι εσένα.
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: (Στο ίδιο ύφος) Δε μου λες παιδί μου, εδώ είναι το υπουργείο Ναυτικών;
ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ: (Βαριεστημένα κοιτώντας αλλού) Εδώ είναι.
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Κι είναι πάνω παιδί μου ο Κωσταντής;
ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ: (Αυστηρά) Ποιος Κωσταντής;
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Αυτός ο ψαριανός !
ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ: Επάνω δεν είναι ο …..Κωσταντής. (με στόμφο) Επάνω είναι ο κύριος υπουργός!!
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Θα μπορούσα να τον ιδώ.
ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ: (Τον καλοκοιτά. Με απρέπεια) Άκουσεε γέρο, εδώ είναι υπουργείο. Ο κύριος Υπουργός δε μπορεί να βλέπει τον κάθε ένα που φτάνει στην πόρτα του. Άδειαζέ μας τη γωνιά. Αν θες να ζητιανέψεις πήγαινε στο πτωχοκομείο.
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: (Που αγρίεψε) Για άκουσε να σου πω! Τον πιάνει απ’ το πέτο και τον σπρώχνει με δύναμη πίσω. (Δυνατά) Αν οιιι ζητιάνοι σαν κι εμέ, δεν έχυναν το αίμα, οι …καπετάνιοι σαν και σε δε θα φορούσαν στέμμα. (Αρχίζει και μαζεύεται κόσμος περαστικοί και υπάλληλοι του υπουργείου με μανσέτες στα χέρια. Από το ηχείο ακούγονται ομιλίες ανθρώπων που αναρωτιούνται τι έγινε. Ξαφνικά ανοίγουν όλοι ένα διάδρομο κι από μέσα εμφανίζεται ο υπουργός)
ΚΑΝΑΡΗΣ: Τι φασαρία είναι αυτή;
ΠΟΡΤΙΕΡΗΣ: Ναα …κύριεε υπουργέ επέμενε έτσι με το στανιό να σας δει.
ΚΑΝΑΡΗΣ: (Τον καλοκοιτά. Με καλωσύνη) Ποιος είσαι καπετάνιο μου, ποιο είναι το νησί σου; Από πού έρχεσαι;
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Να σου πω καλύτερα ποιος ήμουνα, μήπως και συνεννοηθούμε; (Παύση) Απ’ έξω από την Τένεδο, πενήντα χρόνια πέρασαν απ’ την στιγμή εκείνη, θυμάσαι μια φρεγάδα που σ’ έβαλε μπροστά εκδίκηση ζητώντας, όταν με περίσσια αποκοτιά μια κορβέτα ετίναξες πρωτύτερα στ’ αστέρια;  Κι οι ναύτες μου μου φώναζαν «Να φύγουμε καπετάνιο, η φρεγάδα έρχεται καπετάνιο μας» Μα γω δεν κιότεψα. «Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο» τους είπα. Και σου πετώ τη γούμενα και δένεις το μπουρλότο. Ίσα που προλάβαμε και χαθήκαμε μέσα στη νύχτα γλυτώνοντας απ’ τις κανονιές!
ΚΑΝΑΡΗΣ: (Εμφανώς συγκινημένος)  Ματρόζε μου!! (Πηγαίνει και τον αγκαλιάζει. Μένουν εκεί ώρα κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα των παρισταμένων. Τα φώτα σβήνουν. Μουσική.)

Σκηνή 3η
(Στο κατάστρωμα του καραβιού. Ο Ματρόζος όρθιος και χαρούμενος κοιτά προς το νησί του. Σα να είναι άλλος άνθρωπος. Στο χέρι του κρατά ένα χαρτί τυλιγμένο στρογγυλά. Από το μεγάφωνο ακούγονται ήχοι καφενείου και ομιλίες. Οι ίδιοι που ακούγονταν και στην αρχή του έργου:
Α΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Παιδιά, τα μάθατε! Ήρθε η γολέτα του Ματρόζου στο νησί. Ψες το βράδυ μπήκε στο λιμάνι.
Β΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Όπου να’ ναι θα μας έρθει ο καπετάνιος.
Α΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Ήρθε για τις γιορτές όπως κάθε χρόνο. Θα μείνει μέχρι ν’ αγιαστούνε τα νερά.
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Καλησπέρα παιδιά!
ΟΛΟΙ: Καλώς όρισες καπετάνιο! Καλωσόρισες!
ΜΑΤΡΟΖΟΣ: Καλώς σας εβρήκα!  Ανέστη, κέρασε όλο το μαγαζί. (παύση)
Α΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Στην υγειά σου καπετάνιο! Πάντα καλοτάξιδος!
Β΄ ΘΑΜΩΝΑΣ: Καλοτάξιδος καπετάνιο!
ΟΛΟΙ: Καλοτάξιδος!  Καλοτάξιδος! 
Σβήνουν οι φωνές και ακούγεται μουσική.)
αυλαία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου